- ἀγροικικόν
- ἀγροικικόςrusticmasc acc sgἀγροικικόςrusticneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CISSYBIUM — Graece κιςςύβιον inter pocula mensaria apud Graecos, quod hedera ambibat, Graece κιςςὸς, unde nomen. Fuit autem adeo vernaculum, ut factum fuerit ἀγροικικον ποτήριον, agrestis seu agricolarum calix. Vide Etymologum in voce Κιςςύβιον. Certe multus … Hofmann J. Lexicon universale
καρβάτινος — καρβάτινος, ίνη, ον (Α) 1. κατασκευασμένος από ακατέργαστο, φρεσκογδαρμένο δέρμα, ιδίως βοδιού 2. (το θηλ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ καρβάτιναι είδος υποδημάτων από ακατέργαστο δέρμα, «τσαρούχια» (α. «καρβάτιναι πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων… … Dictionary of Greek
υποδεσίδιον — τὸ, Α [ὑπόδεσις] φρ. «ὑποδεσίδιον ἀγροικικόν» χωριάτικα υποδήματα γλωσσ … Dictionary of Greek